- συνήνεμος
- -ον, Α1. εκτεθειμένος στους ανέμους2. μτφ. (για ελπίδες) αυτός που σκορπίζεται με το φύσημα τού ανέμου, εντελώς ασταθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. προσ-ήνεμος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.